- γυροσκέπαστος
- -η, -ο1. αυτός που έχει γύρω σκεπή2. (για καπέλο) που έχει πλατύ γύρο, πλατύγυρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek